Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] … Dictionary of Greek
Πλαταιίς — Πλαταιικός at Plataeae fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)